κομῷ

κομῷ
κομάω
let the hair grow long
pres opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κομώ — (I) κομῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) [κόμη] 1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ) 2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι («κἀγὼ μὲν τοιοῡτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • κομῶ — κομάω let the hair grow long pres imperat mp 2nd sg κομάω let the hair grow long pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κομάω let the hair grow long pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κομάω let the hair grow long pres subj act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκομώ — κυνοκομῶ, έω (Α) φροντίζω, τρέφω σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κομῶ (< κόμος < κομώ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο κομώ, ιππο κομώ] …   Dictionary of Greek

  • μητροκομώ — μητροκομῶ, έω (Μ) περιποιούμαι τη μητέρα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κομῶ (< κόμος < κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι») μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μητροκόμος (πρβλ. γηρο κομώ)] …   Dictionary of Greek

  • χλοηκομώ — έω, Α έχω πράσινο χρώμα όπως η χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κομῶ (< κομος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. φυτο κομῶ] …   Dictionary of Greek

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομώ — λαχανοκομῶ, έω (Μ) καλλιεργώ λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + κομῶ (< κόμος*), πρβλ. ιππο κομώ] …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • αγελαδοκόμος — ο αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + κόμος < κομῶ (= περιποιούμαι). ΠΑΡ. αγελαδοκομία, αγελαδοκομικός] …   Dictionary of Greek

  • αγελαιοκομικός — ἀγελαιοκομικός, ή, όν (Α) 1. ο σχετικός με την ἀγελαιοκομική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελαιοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει και να συντηρεί κανείς αγέλη ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιοκόμος < ἀγελαῖος + κόμος < κομῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”